- ὁμιλητός
- ὁμῑλητός , ὁμιλητόςwith whom one may conversemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευομίλητος — εὐομίλητος, ον (Α) επιγρ. ευπροσήγορος, φιλόφρων, καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομιλητος (< ομιλώ), πρβλ. γλυκ ομίλητος, ολιγ ομίλητος] … Dictionary of Greek
θεομίλητος — θεομίλητος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από θεία έμπνευση, ο θεόπνευστος («θεομίλητα βιβλία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ομίλητος (< ομιλώ), πρβλ. αν ομίλητος, ευ ομίλητος] … Dictionary of Greek
ὁμιλητά — ὁμῑλητά̱ , ὁμιλητής disciple masc nom/voc/acc dual ὁμῑλητά , ὁμιλητής disciple masc voc sg ὁμῑλητά , ὁμιλητής disciple masc nom sg (epic) ὁμῑλητά , ὁμιλητός with whom one may converse neut nom/voc/acc pl ὁμῑλητά̱ , ὁμιλητός with whom one may … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητῶν — ὁμῑλητῶν , ὁμιλητής disciple masc gen pl ὁμῑλητῶν , ὁμιλητός with whom one may converse fem gen pl ὁμῑλητῶν , ὁμιλητός with whom one may converse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητόν — ὁμῑλητόν , ὁμιλητός with whom one may converse masc acc sg ὁμῑλητόν , ὁμιλητός with whom one may converse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυομίλητος — ον, Μ αυτός που έχει συναναστραφεί πολύ με γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ομίλητος (< ὁμιλῶ «συνουσιάζομαι»)] … Dictionary of Greek
ὁμιληταῖς — ὁμῑληταῖς , ὁμιλητής disciple masc dat pl ὁμῑληταῖς , ὁμιλητός with whom one may converse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιληταί — ὁμῑληταί , ὁμιλητής disciple masc nom/voc pl ὁμῑληταί , ὁμιλητός with whom one may converse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητοῦ — ὁμῑλητοῦ , ὁμιλητής disciple masc gen sg ὁμῑλητοῦ , ὁμιλητός with whom one may converse masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητᾶν — ὁμῑλητᾶν , ὁμιλητής disciple masc gen pl (doric aeolic) ὁμῑλητᾶν , ὁμιλητός with whom one may converse masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)